-
1 скопление
η συσσώρευση, η συρροή, η συνάθροιση, η σύναξηзвёздное - астр. το σμήνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скопление
-
2 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
3 получение
1. (производство, выработка) η παραγωγή, το αποτέλεσμα της παραγωγής 2. (поставок, грузов и т.п.) η παραλαβ/ή, η λήψη 3. (чего-л. присланного, вручаемого) η παραλαβ/ή 4. (приобретение состояния, положения, какого-л. качества) η απόκτηση 5. (чего-л. для исполнения) η λήψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > получение
-
4 подстилка
(прокладка для защиты грузов от повреждения) το προστατευτικό υλικό επένδυσης, (подстилочный материал для укладки груза) το υλικό σταθεροποίησης και αποφυγής μετατόπισης ή βλάβης του φορτίου κατά τη μεταφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подстилка
-
5 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно